- σιγιστροπύλη
- ἡ, Μ1. πόρτα ντουλάπας2. είδος παραπετάσματος, το οποίο κινείται με τη βοήθεια κρίκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίγιστρον «ντουλάπι, κιβώτιο» + πύλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιγιστροπυλῶν — σιγιστροπύλη cupboard door fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)